Του Σάκη Παπαδημητρίου.
Το σώμα του υποφέρει από ακαμψία. Δεν εξοικειώθηκε στο γυμναστήριο του έρωτα. Τον έφαγαν οι καρέκλες και τα γραφεία. Ένα «περιπλανούμενο θηρίο» της σκέψης, Οι περιπλανήσεις του όμως εξαντλούνται στα ράφια της βιβλιοθήκης του, στη φυλλομέτρηση τόμων και λεξικών. Οι νυχτερινές του βόλτες καταλήγουν στο δωμάτιό του. Είναι ο νάρκισσος της μοναξιάς. (Αντικατοπτρισμός της μοναξιάς υπάρχει; Τι βλέπει μόνος του;) Η αντιπαράθεση του μοναχικού πνεύματος με την πραγματικότητα.
Στον «Πρόλογο» ο Hermann Hesse γράφει ότι «η αρρώστια της ψυχής του Χάλερ, όπως τώρα καταλαβαίνω, δεν είναι η εκκεντρικότητα ενός μοναδικού ατόμου, αλλά η αρρώστια της ίδιας της εποχής… μια αρρώστια που από ό,τι φαίνεται δεν χτυπάει μόνο τους ανάξιους και τους αδύναμους, αλλά πιο πολύ εκείνους που είναι δυνατότεροι στο πνεύμα και πλουσιότεροι σε χαρίσματα». Και λίγο παρακάτω συνεχίζει: «Ο Χάλερ ανήκει σ’ αυτούς που έχουν βρεθεί παγιδευμένοι ανάμεσα σε δύο εποχές, που έχουν χάσει κάθε ασφάλεια και κάθε κοινή παραδοχή. Ανήκει σ’ αυτούς που μοίρα τους είναι να ζήσουν ολόκληρο το αίνιγμα και την αντίφαση του ανθρώπινου πεπρωμένου με την ένταση ενός προσωπικού βασάνου, μιας προσωπικής κόλασης».
Πώς θα γίνει το μεγάλο βήμα; Πώς θα βγεί από το αδιέξοδο που ο ίδιος δημιούργησε κι ας ρίχνει το φταίξιμο στην κοινωνία και τις συνθήκες της εποχής; Πώς θα εισέλθει στον κόσμο των πολλών για να ρουφήξει απλές χαρές, χωρίς όμως να δηλώσει συμμετοχή στα κοινά; Ποιο είναι το πιο κατάλληλο συμπλήρωμα; Φυσικά το ακριβώς αντίθετο από αυτό που εκπροσωπεί ο ίδιος, το ακριβώς αντίθετο από αυτό που κάνει. Εδώ εντοπίζεται το μεγάλο άνοιγμα – του Χάρυ Χάλερ ή του Hermann Hesse και εδώ εμπίπτουν οι περισσότερες παρερμηνείες του έργου του. Στον πρόλογο μιας από τις πολλές αμερικανικές εκδόσεις του Steppenwolf, Bantam Books, o Hermann Hesse το 1961 θεωρεί ότι από όλα τα βιβλία του «Ο λύκος της στέπας» είναι το πιο παρεξηγημένο. (Οι ίδιες σκέψεις δημοσιεύονται ως «Υστερόγραφο στον λύκο της στέπας», το 1941, στο δεύτερο τόμο «Δοκιμίων», εκδόσεις Νεφέλη 1986). Και μάλιστα ήταν συνήθως οι ενθουσιώδεις αναγνώστες οι οποίοι αντιδρούσαν περίεργα παρά εκείνοι οι οποίοι απέρριπταν το μυθιστόρημα. Συσχετίζοντας, λέει ότι ίσως, ως ένα σημείο, αυτό να συνέβη γιατί, ενώ ο ίδιος το έγραψε σε ηλικία περίπου πενήντα ετών και μιλούσε για τα προβλήματα της ηλικίας, το βιβλίο έπεσε στα χέρια πολύ νέων αναγνωστών, οι οποίοι εντυπωσιάστηκαν μεν, αλλά παραδόξως έπιασαν μόνο το μισό από αυτό που εννοούσε ο συγγραφέας. Ταυτίστηκαν με τον Χάρυ Χάλερ, υπέφεραν και ονειρεύτηκαν μαζί του. Κλείνοντας τον πρόλογο, τονίζει ότι το βιβλίο του αναφέρεται και σε άλλα πράγματα εκτός από τον Χάρυ Χάλερ και τις δυσκολίες του Αναφέρεται σε έναν άλλο, υψηλότερο αιώνιο κόσμο, πέρα από τον «Λύκο της στέπας» και την πραγματική ζωή του. Η αφήγηση, χωρίς αμφιβολία, αφορά την οδύνη και τις ανάγκες του ήρωα, δεν είναι όμως η ιστορία ενός απελπισμένου ανθρώπου, αλλά ενός που πιστεύει. Δεν περιγράφει «μια αρρώστια και μια κρίση, δεν περιγράφει μια κρίση που οδηγεί στον θάνατο ή στην παρακμή αλλά στο αντίθετο, στην ανάρρωση». Τα βιβλία του Hermann Hesse εξακολουθούσαν να διαδίδονται και να διαβάζονται πολλές δεκαετίες μετά την πρώτη τους έκδοση, χωρίς οι νέοι αναγνώστες να λαμβάνουν υπ’ όψιν τους τις επεξηγήσεις του συγγραφέα. Άλλωστε ο Hermann Hesse το είχε καταλάβει εγκαίρως και γι’ αυτό είχε δηλώσει τα εξής: «Δεν μπορώ και φυσικά δεν θα επιθυμούσα να δώσω μια συνταγή στους αναγνώστες μου ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσαν να καταλάβουν το μυθιστόρημά μου. Ας καταλάβει ο καθένας ό,τι γι’ αυτόν είναι κατάλληλο και μπορεί να τον βοηθήσει».
Ο Hermann Hesse (1877 – 1962) δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις και βιογραφικά στοιχεία, γιατί στην Ελλάδα είναι πολύ γνωστός και αγαπητός και κυκλοφορούν πάρα πολλά βιβλία του. Ειδικά τον «Λύκο της στέπας» τον βρίσκουμε σίγουρα σε πέντε–έξι διαφορετικές εκδόσεις και μεταφράσεις. «Ντέμιαν» (1919), «Σιντάρτα» (1922), «Ο λύκος της στέπας» (1927), «Νάρκισσος και Χρυσόστομος» (1930) κ.α. διαβάστηκαν με πάθος τη δεκαετία του ’60 και επηρέασαν γενιές νέων που αμφισβητούσαν τον δυτικό πολιτισμό και ορθολογισμό.
Ο Λουίς Ραθιονέρο στο βιβλίο του “Underground”, εκδόσεις Οδυσσέας 1980, σε ένα από τα κεφάλαια δίνει τον τίτλο «Η αμοραλιστική ηθική: Hermann Hesse». Αρχίζει ως εξής: «Ο Hesse είναι ένας άλλος αδιαμφισβήτητος προφήτης του Αντεργκράουντ, εγχειρίδιο γι’ αυτούς που εγκαταλείπουν το σύστημα. Το «Μαγικό Θέατρό» του (περιλαμβάνεται στον «Λύκο της στέπας») είναι μια προσδοκία των οραμάτων των παραισθησιογόνων… Ο Hermann Hesse συνδέεται με το Αντεργκράουντ επειδή ανανεώνει ένα βασικό ερώτημα που είχε θέσει ο Ντοστογιέφσκι και αργότερα ο Νίτσε, δηλαδή την ανάγκη μιας νέας ηθικής. Μιας προσωπικής ηθικής, που να επιτρέπει στον άνθρωπο βαθμούς ηθικής ελευθερίας ανάλογους με τις ζωτικές δυνατότητες που ξάνοιξε η τεχνολογία και με την πνευματική απομυθοποίηση που έφερε η επιστήμη. Η παλιά ιουδαϊκο-χριστιανική ηθική είναι πολύ στενή για τον σύγχρονο άνθρωπο, γιατί τον περιορίζει με μια υπερβολική καταπίεση, αδικαιολόγητη για την εποχή μας».
«Ο λύκος της στέπας» τριγυρνάει στους δρόμους ανικανοποίητος. Όλα τού φταίνε. Τον καλύπτει η απόφαση ότι «η μοναξιά είναι ανεξαρτησία». Προφανώς όμως κάτι του λείπει, κάπου θα πρέπει να υπάρχει μια άλλη πλευρά της ζωής που δεν γνώρισε. Τότε, ένα βράδυ, ακούει την τζαζ, δηλαδή ό,τι ονόμαζαν τζαζ στη δεκαετία του ’20, ιδίως στην Ευρώπη. Είναι φανερό ότι του προκαλεί μεγάλη εντύπωση, τον βάζει σε σκέψεις, αλλά δεν μπορεί ακόμη να την αξιολογήσει πλήρως, αν και ήδη αναφέρεται στην αιώνια διάκριση μεταξύ σώματος και πνεύματος που θα τον απασχολήσει και σε άλλα βιβλία του – και φυσικά θα τον απασχολήσει η «νέα ηθική», η σύγκλιση των δύο. Στη συνέχεια το χαρακτηριστικό απόσπασμα από τον «Λύκο της στέπας», σε μετάφραση του Γιάννη Κωστόπουλου, στις εκδόσεις Καστανιώτη.
Καθώς περνούσα έξω από ένα χορευτικό κέντρο, έφτασαν ως εμένα ήχοι μουσικής τζαζ – όμορφη, ζεστή και πρωτόγονη μουσική, σαν τον αχνό της ζεστής σάρκας. Όσο κι αν περιφρονούσα αυτό το είδος της μουσικής, ομολογώ πως ασκούσε πάντα μια μυστική γοητεία επάνω μου. Τη θεωρούσα αποκρουστική, αλλά την έβρισκα εκατό φορές προτιμότερη από την ακαδημαϊκή μουσική της εποχής. Για μένα, η άγρια και πρωτόγονη ζωντάνια της ξεσήκωνε έναν υποχθόνιο κόσμο ενστίκτων και ανάδινε έναν απλοϊκό μα ειλικρινή αισθησιασμό. Στάθηκα για λίγο ακούγοντας τους διαπεραστικούς και διεγερτικούς τόνους της, οσμίστηκα τον αέρα της σάλας του κέντρου με κάποιο θυμό αλλά συνάμα και λαχτάρα. Το μισό μέρος της μουσικής, η μελωδία, ήταν όλο πομάδα και ζάχαρη και φτηνό συναισθηματισμό. Το άλλο μισό, ο ρυθμός ήταν άγριος, ρωμαλέος και γεμάτος ιδιοσυγκρασιακό πάθος. Και τα δύο όμως, μαζί έδεναν με τέχνη κι έφτιαχναν ένα αρμονικό σύνολο. Ήταν η μουσική της παρακμής. Παρόμοια μουσική θα πρέπει να υπήρχε στη Ρώμη κάτω από τους τελευταίους αυτοκράτορες. Σε σύγκριση με τον Μπαχ, τον Μότσαρτ και την αληθινή μουσική ήταν, φυσικά, μια ανούσια ιστορία, αλλά άλλο τόσο ανούσια ήταν κι όλη η τέχνη μας, όλη η διανόησή μας, όλος ο πρόχειρος πολιτισμός μας σε σύγκριση με τον αληθινό πολιτισμό. Τούτη δω η μουσική ήταν τουλάχιστον ειλικρινής, πρωτόγονη, χωρίς ντροπή και παιδιάστικα χαρούμενη. Υπάρχει σ’ αυτή κάτι από το νέγρο και κάτι από τον Αμερικάνο που, μ’ όλη του τη ζωντάνια, σ’ εμάς τους Ευρωπαίους φαίνεται παιδαριώδης και αναιδής. Θα γινόταν κι η Ευρώπη έτσι; Μήπως βρισκόταν κιόλας σ’ αυτό το δρόμο; Μήπως εμείς οι παλιοί γνώστες και θαυμαστές της Ευρώπης όπως ήταν παλιότερα, με τη γνήσια ποίηση και μουσική, δεν είμαστε τίποτα περισσότερο παρά μια αρτηριοσκληρωτική μειοψηφία γεμάτη νευρωτικά συμπλέγματα που το αύριο θα τη χλεύαζε και θα την ξεχνούσε; Μήπως όλα όσα αποκαλούσαμε πολιτισμό, πνεύμα, ψυχή, ό,τι θεωρούσαμε ιερό, δεν ήταν τίποτ’ άλλο παρά ένα πτώμα, ένα φάντασμα, που μόνο λίγοι ανόητοι σαν κι εμάς πιστεύαμε πως ζούσε ακόμα κι ήταν αληθινό; Μήπως εκείνο που εμείς οι φτωχοί τρελοί πιστεύαμε και νοιαζόμασταν δεν ήταν παρά ένα φάντασμα;
Η διάσταση σώματος και πνεύματος εμφανίζεται σε πολλά καλλιτεχνικά έργα της εποχής του Μεσοπολέμου. Ένα θέμα που κυριαρχεί στις συζητήσεις και φυσικά υπάρχουν διαφορετικές απόψεις. Παρένθεση: σώμα και πνεύμα, λέμε ότι είναι αιώνιο πρόβλημα. Σήμερα μας απασχολεί; Ερωτηματικό. Ή, όπως σε όλα τα θέματα, υπερισχύει η οικονομική πλευρά και για τις δύο περιπτώσεις και επομένως δεν υπάρχει λόγος να αντιμάχονται. Κλείνει η παρένθεση.
Στο μυθιστόρημα του Hermann Hesse «Νάρκισσος και Χρυσόστομος», όπως γράφει ο Λουίς Ραθιονέρο, «οι δύο ήρωες συμβολίζουν τους συμπληρωματικούς πόλους της ολοκληρωμένης ανθρώπινης προσωπικότητας: τον διανοούμενο και τον άνθρωπο των ενστίκτων. Ο Νάρκισσος ζει για να παρατηρεί και να καταλαβαίνει, ο Χρυσόστομος για να δρα και να νιώθει. Ο Hermann Hesse δείχνει ποιες συνέπειες έχει για τον καθένα τους ο τρόπος της ζωής του, προτιμώντας τον Χρυσόστομο που, τη στιγμή που πεθαίνει, δεν μένει πια στο κορμί του ούτε μια γραμμή χωρίς ζωή». Στόχος του συγγραφέα η εναρμόνιση των αντιθέτων, η αλλαγή των θέσεων. Το φως και σκοτάδι, ο έρωτας και ο θάνατος, καλό–κακό, ηθικό–ανήθικο, Θεός–Διάβολος, δίκαιο–άδικο, όμορφο–άσκημο.
Ίσως έτσι εξηγείται και η, αρχικά, αρνητική αναφορά του στην τζαζ της δεκαετίας του ’20. Είναι «Ο λύκος της στέπας» ο οποίος μιλάει και καταγγέλλει την τζαζ ως μουσική των ενστίκτων και όχι του πνεύματος, ως μουσική των σκοτεινών πόθων, ότι συνδυάζει την ανηθικότητα, τον αμερικανικό τρόπο ζωής (από τότε βγήκε το κακό όνομα!), ναρκωτικά, σεξ όλων των μορφών, νυχτερινή ζωή, μπαρ, ποτά, χορός. Έλα όμως που τα πράγματα αλλάζουν γιατί γίνεται η σταδιακή ανατροπή και τελικά η μεταμόρφωση. Ο Χάρυ Χάλερ γνωρίζει την Ερμίνα, η οποία τον απελευθερώνει από όλους αυτούς τους περιορισμούς που είχε επιβάλλει ο ίδιος στον εαυτό του. Στη συνέχεια έρχεται σε επαφή με τον σαξοφωνίστα Πάμπλο και την Μαρία. Εδώ πλέον απογειώνεται. Έρωτας και έκσταση. Το σώμα και η μουσική αναποδογυρίζουν τον άνθρωπο, το μέσα έξω. Επικρατεί η άλλη πλευρά της διπλής υπόστασης του Χάρυ Χάλερ. Ιδού λοιπόν το τέλειο ντούο: η τζαζ και ο έρωτας. Το τέλειο ντούο προσφέρει τη διέξοδο, ανοίγει την πόρτα στην άλλη πλευρά της ζωής. Επιτέλους η ίδια η ζωή τον καλεί γλυκά. Έρχεται η συμφιλίωση. Το ντούο της ανατροπής, η τρικλοποδιά στις συνήθειες. Παθαίνει υπερχείλιση τρυφερότητας.
Έρωτας και τζαζ στηρίζουν ένα άλλο μυθιστόρημα που αγαπήθηκε πολύ, τον «Αφρό των ημερών» του Boris Vian. Στον πρόλογο του συγγραφέα, τον Μάρτιο του 1946, διαβάζουμε: «Δύο πράγματα υπάρχουν μόνο: ο έρωτας, κάθε λογής, με όμορφες κοπέλες και η μουσική της Νέας Ορλεάνης ή του Ντιουκ Έλλινγκτον».
Μήπως υπάρχουν κάποιες αναλογίες με την αρχαία Ελλάδα, διότι, ως γνωστόν, οι γερμανοί διανοούμενοι έπαιζαν στα δάκτυλα την φιλοσοφία και μυθολογία των αρχαίων ημών προγόνων. Δηλαδή, μήπως ο σαξοφωνίστας της τζαζ Πάμπλο ταυτίζεται με τον Πάνα; Γιατί και στο βιβλίο του «Ταξίδι στην Ανατολή» (1932), ο Hermann Hesse αναφέρεται σε έναν μουσικό ονόματι Πάμπλο, ο οποίος ήταν «στολισμένος με τριαντάφυλλα» και έπαιζε ένα πνευστό, τον αυλό. Επίσης, η ελευθερίων ηθών Ερμίνα περιγράφεται ως καλλιεργημένη εταίρα. Πάντως οι δυο τους μυούν τον Χάρυ Χάλερ στην τέχνη της ζωής, τον ωθούν να διακόψει την αποχή της ηδονής, να εγκαταλείψει το δόγμα της στέρησης. Τέρμα ο μοναχισμός. Να ζήσει σ’ ένα κόσμο φαντασιώσεων υπό την επήρεια ναρκωτικών. Ψυχεδελικές οι σκηνές στο «Μαγικό θέατρο». Αυτές είναι που αγάπησαν και ονειρεύτηκαν εκατομμύρια νέοι της δεκαετίας του ’60. Ή μάλλον γοητεύτηκαν και από τις δύο περιπτώσεις. Και ο αρχικός «Λύκος της στέπας», ο οποίος απομακρύνεται από την χυδαιότητα και την υποκρισία της κοινωνίας και η μεταμορφωμένη του πλευρά που πέφτει με τα μούτρα στη ζωή και δοκιμάζει την ένταση σε όλες τις μορφές της, τις ανθρώπινες εμπειρίες στα όριά τους.
Υπάρχει και μια άλλη εξέλιξη. Πώς τελικά ο σαξοφωνίστας Πάμπλο αποκαλύπτεται δίδυμος αδελφός του Μότσαρτ; Εδώ μπορούμε να κάνουμε μια παρακινδυνευμένη υπόθεση. Γιατί όχι; Ο Hermann Hesse, χωρίς να το έχει συνειδητοποιήσει, είχε προβλέψει, κατά κάποιο τρόπο, το «Τρίτο ρεύμα» της δεκαετίας του ’50. Προέβλεψε δηλαδή τη δυνατότητα συνένωσης της τζαζ με την ευρωπαϊκή κλασική μουσική. Φυσικά ως κάτι θετικό, στο πνεύμα της συμφιλίωσης των αντιθέτων. Ο Hermann Hesse ήταν επόμενο να ανήκει στους λάτρεις της κλασικής μουσικής. Έχει γράψει μάλιστα ορισμένες σκέψεις για τη μουσική ως ακροατής και όχι ως ειδικός. Ένα παράδειγμα από το «Αναγνωστικό», εκδόσεις Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος, μετάφραση Μαρίας Χατζηγιάννη. Καταγράφει τις εντυπώσεις του καθώς βρίσκεται στην αίθουσα συναυλιών, γύρω στο 1915. «Το χάος παίρνει μορφή… γίνεται το θαύμα της Τέχνης, η επανάληψη της δημιουργίας του κόσμου». Συνεχίζει περιγράφοντας τα συναισθήματά του και δίνει έμφαση στην προσωπική του συμμετοχή. «Μερικοί ‘’ειδικοί’’ μουσικοί χαρακτηρίζουν λαθεμένο και μουσικό ερασιτεχνισμό το να βλέπει στη διάρκεια μιας μουσικής εκδήλωσης ο ακροατής εικόνες: τοπία, ανθρώπους, θάλασσες, ώρες της ημέρας, εποχές του χρόνου. Σε μένα που είμαι τόσο αδαής ώστε δεν μπορώ καν να αναγνωρίσω το μουσικό μέτρο ενός κομματιού, μου φαίνεται ότι το να βλέπει κανείς εικόνες είναι φυσικό και καλό, άλλωστε βρήκα να το εγκρίνουν και καλοί μουσικοί. Είναι αυτονόητο ότι στη σημερινή συναυλία δεν πρέπει οπωσδήποτε να είδε ο κάθε ακροατής αυτό που είδα εγώ: το μεγάλο κύμα, το βραχονήσι του μοναχικού ανθρώπου και όλα αυτά».
Λίγο πιο κάτω μας λέει τα εξής: «Πιστεύω ότι μερικές φορές ένας μη ειδικός στη μουσική κρίνει πιο σωστά και πιο καθαρά απ’ όσο ένας μουσικός. Υπάρχουν όχι λίγα κομμάτια που περνούν σε έναν μη ειδικό σαν ένα ευχάριστο αλλά ασήμαντο παιχνίδι που δεν του αφήνει καμιά μεγάλη εντύπωση, ενώ η τεχνική δομή ενός τέτοιου κομματιού γοητεύει τους μυημένους στη μουσική τέχνη. Έτσι αποτελούμε κι εμείς οι λογοτέχνες μερικά έργα της λογοτεχνίας, που για τον απλό αναγνώστη δεν έχουν καμιά μαγεία». Η τελευταία φράση στο κείμενο αυτό είναι: «Αχ, τι θα ήταν η ζωή μας χωρίς μουσική!». Μερικές φράσεις πριν, το επαναλαμβάνει: «Τι θα ήταν η ζωή μας χωρίς μουσική! Δε χρειάζεται καθόλου να είναι συναυλίες. Σε χίλιες περιπτώσεις αρκεί ένα άγγιγμα των πλήκτρων, ένα σφύριγμα, ένα τραγούδι, ένας υποτονθορισμός ή και μόνο η ανάμνηση αξέχαστων ρυθμών».
Παραλειπόμενα
Το γκρουπ Steppenwolf πήρε φυσικά την ονομασία του από το μυθιστόρημα του Hermann Hesse και μάλιστα την εποχή που το αγκάλιασαν οι νέοι ως μανιφέστο της γενιάς τους. Είναι γνωστό ότι η μεγάλη τους επιτυχία Born To Be Wild, από το πρώτο τους άλμπουμ το 1968, ακουγόταν στην κινηματογραφική ταινία Easy Rider (1969), ένα έργο περιπλάνησης και ελευθερίας το οποίο επηρέασε τις ιδέες και τα όνειρα των νέων στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Οι μουσικοί του γκρουπ Steppenwolf ξεκίνησαν ως Sparrow από τον Καναδά. Στον τόμο Rock Encyclopedia της Lillian Roxon διαβάζουμε ότι ο ήχος που συνδύαζε το ύφος της μπάντας ηλεκτρικού ροκ και της μουσικής soul των λευκών και ότι στα πρώτα τους άλμπουμ ήταν φανερή η σχέση τους με τον Chuck Berry και τα μπλουζ. Επίσης επαινεί την φωνή του βασικού μέλους John Kay.
Κινηματογραφική ταινία Steppenwolf, σκηνοθέτης ο Fred Haines,ΗΠΑ 1974, διάρκεια 105 λεπτά. Διασκευή του μυθιστορήματος του Hermann Hesse. O David Meeker στα βιβλία του Jazz in the Movies του 1974 και Jazz on the screen – A jazz and Blues Filmography του 2006 μας δίνει λίγα στοιχεία. Γράφει ότι πρόκειται για ένα εκκεντρικό φιλμ με πλούσια όμως απεικόνιση του θέματος. Την μουσική υπογράφει ο Ελβετός πιανίστας George Gruntz (ο οποίος πέθανε πριν μερικούς μήνες) και συμμετέχουν οι μουσικοί: Mike Zwerin,Charlie Mariano, Paul Rutherford, Tony Oxley, Mark Murphy κ.α.
Hermann Hesse: «…αποκρούω κάθε εξουσία και κάθε κατάκτηση εξουσίας με υλικά μέσα». (Προς Γ. Ένγκλερτ, 29-9-1933, στη συλλογή δοκιμίων «Η αγωνία ενός πολιτισμού», εκδόσεις Νεφέλη, μετάφραση Β.Χ. Παλιγγίνη)
«Στεκόμαστε πάνω στα ερείπια του δυτικού πολιτισμού μας πιθανόν ως μία από τις τελευταίες γενιές». (Προς Κ. Ντέτινγκερ, 1956, στη συλλογή «Η αγωνία ενός πολιτισμού»)
«Να βαδίζουμε με τα δικά μας πόδια αντί να προχωρούμε επάνω σε σιδηροτροχιές» (Από ποίημά του)
«Δε νιώσατε λοιπόν, ποτέ ότι απορρίπτω προγράμματα και προκατασκευασμένες απόψεις επειδή φτωχαίνουν και αποβλακώνουν τόσο απέραντα τον άνθρωπο;». (Απόσπασμα επιστολής)
Ο Hermann Hesse, γύρω στα πενήντα, μιλάει για τον εαυτό του ως ηλικιωμένο και ότι αισθάνεται τη ζωή του να πλησιάζει στο τέλος της. Του περνά και η σκέψη να αυτοκτονήσει. Ίσως, βέβαια, όλα αυτά να αποτελούν πρώτη ύλη για το μυθιστόρημά του, που σημαίνει ότι επεμβαίνει ο συγγραφέας και το περίφημο «λογοτεχνική άδεια» (δυστυχώς χωρίς υπογεγραμμένες). Σήμερα με τίποτα δεν αποκαλούμε κάποιον ηλικιωμένο στα πενήντα, ούτε άνδρα ούτε γυναίκα. Στα πενήντα του ένας άλλος πολύ σπουδαίος συγγραφέας, ο Χούλιο Κορτάσαρ, έγραψε το καλύτερό του λογοτεχνικό έργο, «Το κουτσό», και μάλιστα είχε δηλώσει το εξής: «Αν δεν έγραφα αυτό το βιβλίο εκείνη την εποχή, μάλλον θα έπεφτα στον Σηκουάνα».
Σε ένα σημείο στον «Λύκο της στέπας», Ο Χάρυ Χάλερ συνομιλεί με την Ερμίνα για τους αγίους και συμφωνούν ότι ίσως και ο φίλος τους Πάμπλο, ο σαξοφωνίστας της τζαζ, είναι ένας κρυφός άγιος. Πάλι έπεσε μέσα ο Hermann Hesse γιατί, πολλές δεκαετίες πριν αγιοποιηθεί ο John Coltrane, το είχε προβλέψει.
Ποιος είναι αυτός ο Χάρυ Χάλερ ο οποίος εμφανίζεται ως «Ο λύκος της στέπας» το 1927 και σήμερα, μετά από 86 χρόνια, εξακολουθεί να γοητεύει και να προβληματίζει τους αναγνώστες; Από ποιο κόσμο έρχεται τόσο ορμητικά και κατηγορεί την μικροαστική ζωή, κλωτσάει τη στασιμότητα, αμφισβητεί τον πολιτισμό, την τεχνολογία, τα πάντα; Ένας χαμένος λύκος της στέπας που τριγυρνάει ξένος στις πόλεις. Ένας άνθρωπος στοχαστικός ή μήπως η προσωποποίηση της νεύρωσης μιας γενιάς του Μεσοπολέμου; Ο εσωτερικός του κόσμος αρνείται να εναρμονιστεί με τον εξωτερικό. Με τον εσωτερικό ασχολήθηκε, αυτόν διαμόρφωσε, σ’ αυτόν αφοσιώθηκε. Και τώρα τι γίνεται; Ο Χάρυ Χάλερ ή καλύτερα ο Hermann Hesse, αφού έχουν τα ίδια αρχικά και πρόκειται περί του ιδίου προσώπου του συγγραφέα. Ο Χάρυ Χάλερ, λοιπόν, πλησιάζει τα πενήντα και βάζει όριο ζωής τα γενέθλιά του. Θέλει ή δεν θέλει να αυτοκτονήσει; Γιατί τόση αυτοπεριφρόνηση; Χρειάζεται επειγόντως μια ουσιαστική αλλαγή. Δεν αντέχει άλλο να αλωνίζει στους δρόμους ως απροσάρμοστος λύκος. Εντάξει, αρνείται την μικροαστική ζωή (δεν είναι ο μόνος) αλλά πολλά καθημερινά γεγονότα και πολλοί άνθρωποι με τη συμπεριφορά τους γλυκαίνουν την καρδιά του. Δεν εναντιώνεται πάντοτε στο ρεύμα των αισθημάτων. Τι κι αν κοροϊδεύει τα συμβατικά και τα συνήθη. Τι είναι αυτό που του λείπει; Τι μπορεί να γεμίσει το κενό ενός ανήσυχου πνεύματος, όταν όλη η ενέργειά του κατευθύνεται στη σκέψη του, στην ανάλυση, την αναζήτηση νέων ιδεών. Όταν όσο ποιο πολύ φιλοσοφεί, τόσο περισσότερο απομακρύνεται από τις χαρές της ζωής και πλησιάζει τον θάνατο.
Το σώμα του υποφέρει από ακαμψία. Δεν εξοικειώθηκε στο γυμναστήριο του έρωτα. Τον έφαγαν οι καρέκλες και τα γραφεία. Ένα «περιπλανούμενο θηρίο» της σκέψης, Οι περιπλανήσεις του όμως εξαντλούνται στα ράφια της βιβλιοθήκης του, στη φυλλομέτρηση τόμων και λεξικών. Οι νυχτερινές του βόλτες καταλήγουν στο δωμάτιό του. Είναι ο νάρκισσος της μοναξιάς. (Αντικατοπτρισμός της μοναξιάς υπάρχει; Τι βλέπει μόνος του;) Η αντιπαράθεση του μοναχικού πνεύματος με την πραγματικότητα.
Στον «Πρόλογο» ο Hermann Hesse γράφει ότι «η αρρώστια της ψυχής του Χάλερ, όπως τώρα καταλαβαίνω, δεν είναι η εκκεντρικότητα ενός μοναδικού ατόμου, αλλά η αρρώστια της ίδιας της εποχής… μια αρρώστια που από ό,τι φαίνεται δεν χτυπάει μόνο τους ανάξιους και τους αδύναμους, αλλά πιο πολύ εκείνους που είναι δυνατότεροι στο πνεύμα και πλουσιότεροι σε χαρίσματα». Και λίγο παρακάτω συνεχίζει: «Ο Χάλερ ανήκει σ’ αυτούς που έχουν βρεθεί παγιδευμένοι ανάμεσα σε δύο εποχές, που έχουν χάσει κάθε ασφάλεια και κάθε κοινή παραδοχή. Ανήκει σ’ αυτούς που μοίρα τους είναι να ζήσουν ολόκληρο το αίνιγμα και την αντίφαση του ανθρώπινου πεπρωμένου με την ένταση ενός προσωπικού βασάνου, μιας προσωπικής κόλασης».
Πώς θα γίνει το μεγάλο βήμα; Πώς θα βγεί από το αδιέξοδο που ο ίδιος δημιούργησε κι ας ρίχνει το φταίξιμο στην κοινωνία και τις συνθήκες της εποχής; Πώς θα εισέλθει στον κόσμο των πολλών για να ρουφήξει απλές χαρές, χωρίς όμως να δηλώσει συμμετοχή στα κοινά; Ποιο είναι το πιο κατάλληλο συμπλήρωμα; Φυσικά το ακριβώς αντίθετο από αυτό που εκπροσωπεί ο ίδιος, το ακριβώς αντίθετο από αυτό που κάνει. Εδώ εντοπίζεται το μεγάλο άνοιγμα – του Χάρυ Χάλερ ή του Hermann Hesse και εδώ εμπίπτουν οι περισσότερες παρερμηνείες του έργου του. Στον πρόλογο μιας από τις πολλές αμερικανικές εκδόσεις του Steppenwolf, Bantam Books, o Hermann Hesse το 1961 θεωρεί ότι από όλα τα βιβλία του «Ο λύκος της στέπας» είναι το πιο παρεξηγημένο. (Οι ίδιες σκέψεις δημοσιεύονται ως «Υστερόγραφο στον λύκο της στέπας», το 1941, στο δεύτερο τόμο «Δοκιμίων», εκδόσεις Νεφέλη 1986). Και μάλιστα ήταν συνήθως οι ενθουσιώδεις αναγνώστες οι οποίοι αντιδρούσαν περίεργα παρά εκείνοι οι οποίοι απέρριπταν το μυθιστόρημα. Συσχετίζοντας, λέει ότι ίσως, ως ένα σημείο, αυτό να συνέβη γιατί, ενώ ο ίδιος το έγραψε σε ηλικία περίπου πενήντα ετών και μιλούσε για τα προβλήματα της ηλικίας, το βιβλίο έπεσε στα χέρια πολύ νέων αναγνωστών, οι οποίοι εντυπωσιάστηκαν μεν, αλλά παραδόξως έπιασαν μόνο το μισό από αυτό που εννοούσε ο συγγραφέας. Ταυτίστηκαν με τον Χάρυ Χάλερ, υπέφεραν και ονειρεύτηκαν μαζί του. Κλείνοντας τον πρόλογο, τονίζει ότι το βιβλίο του αναφέρεται και σε άλλα πράγματα εκτός από τον Χάρυ Χάλερ και τις δυσκολίες του Αναφέρεται σε έναν άλλο, υψηλότερο αιώνιο κόσμο, πέρα από τον «Λύκο της στέπας» και την πραγματική ζωή του. Η αφήγηση, χωρίς αμφιβολία, αφορά την οδύνη και τις ανάγκες του ήρωα, δεν είναι όμως η ιστορία ενός απελπισμένου ανθρώπου, αλλά ενός που πιστεύει. Δεν περιγράφει «μια αρρώστια και μια κρίση, δεν περιγράφει μια κρίση που οδηγεί στον θάνατο ή στην παρακμή αλλά στο αντίθετο, στην ανάρρωση». Τα βιβλία του Hermann Hesse εξακολουθούσαν να διαδίδονται και να διαβάζονται πολλές δεκαετίες μετά την πρώτη τους έκδοση, χωρίς οι νέοι αναγνώστες να λαμβάνουν υπ’ όψιν τους τις επεξηγήσεις του συγγραφέα. Άλλωστε ο Hermann Hesse το είχε καταλάβει εγκαίρως και γι’ αυτό είχε δηλώσει τα εξής: «Δεν μπορώ και φυσικά δεν θα επιθυμούσα να δώσω μια συνταγή στους αναγνώστες μου ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσαν να καταλάβουν το μυθιστόρημά μου. Ας καταλάβει ο καθένας ό,τι γι’ αυτόν είναι κατάλληλο και μπορεί να τον βοηθήσει».
Ο Hermann Hesse (1877 – 1962) δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις και βιογραφικά στοιχεία, γιατί στην Ελλάδα είναι πολύ γνωστός και αγαπητός και κυκλοφορούν πάρα πολλά βιβλία του. Ειδικά τον «Λύκο της στέπας» τον βρίσκουμε σίγουρα σε πέντε–έξι διαφορετικές εκδόσεις και μεταφράσεις. «Ντέμιαν» (1919), «Σιντάρτα» (1922), «Ο λύκος της στέπας» (1927), «Νάρκισσος και Χρυσόστομος» (1930) κ.α. διαβάστηκαν με πάθος τη δεκαετία του ’60 και επηρέασαν γενιές νέων που αμφισβητούσαν τον δυτικό πολιτισμό και ορθολογισμό.
Ο Λουίς Ραθιονέρο στο βιβλίο του “Underground”, εκδόσεις Οδυσσέας 1980, σε ένα από τα κεφάλαια δίνει τον τίτλο «Η αμοραλιστική ηθική: Hermann Hesse». Αρχίζει ως εξής: «Ο Hesse είναι ένας άλλος αδιαμφισβήτητος προφήτης του Αντεργκράουντ, εγχειρίδιο γι’ αυτούς που εγκαταλείπουν το σύστημα. Το «Μαγικό Θέατρό» του (περιλαμβάνεται στον «Λύκο της στέπας») είναι μια προσδοκία των οραμάτων των παραισθησιογόνων… Ο Hermann Hesse συνδέεται με το Αντεργκράουντ επειδή ανανεώνει ένα βασικό ερώτημα που είχε θέσει ο Ντοστογιέφσκι και αργότερα ο Νίτσε, δηλαδή την ανάγκη μιας νέας ηθικής. Μιας προσωπικής ηθικής, που να επιτρέπει στον άνθρωπο βαθμούς ηθικής ελευθερίας ανάλογους με τις ζωτικές δυνατότητες που ξάνοιξε η τεχνολογία και με την πνευματική απομυθοποίηση που έφερε η επιστήμη. Η παλιά ιουδαϊκο-χριστιανική ηθική είναι πολύ στενή για τον σύγχρονο άνθρωπο, γιατί τον περιορίζει με μια υπερβολική καταπίεση, αδικαιολόγητη για την εποχή μας».
«Ο λύκος της στέπας» τριγυρνάει στους δρόμους ανικανοποίητος. Όλα τού φταίνε. Τον καλύπτει η απόφαση ότι «η μοναξιά είναι ανεξαρτησία». Προφανώς όμως κάτι του λείπει, κάπου θα πρέπει να υπάρχει μια άλλη πλευρά της ζωής που δεν γνώρισε. Τότε, ένα βράδυ, ακούει την τζαζ, δηλαδή ό,τι ονόμαζαν τζαζ στη δεκαετία του ’20, ιδίως στην Ευρώπη. Είναι φανερό ότι του προκαλεί μεγάλη εντύπωση, τον βάζει σε σκέψεις, αλλά δεν μπορεί ακόμη να την αξιολογήσει πλήρως, αν και ήδη αναφέρεται στην αιώνια διάκριση μεταξύ σώματος και πνεύματος που θα τον απασχολήσει και σε άλλα βιβλία του – και φυσικά θα τον απασχολήσει η «νέα ηθική», η σύγκλιση των δύο. Στη συνέχεια το χαρακτηριστικό απόσπασμα από τον «Λύκο της στέπας», σε μετάφραση του Γιάννη Κωστόπουλου, στις εκδόσεις Καστανιώτη.
Καθώς περνούσα έξω από ένα χορευτικό κέντρο, έφτασαν ως εμένα ήχοι μουσικής τζαζ – όμορφη, ζεστή και πρωτόγονη μουσική, σαν τον αχνό της ζεστής σάρκας. Όσο κι αν περιφρονούσα αυτό το είδος της μουσικής, ομολογώ πως ασκούσε πάντα μια μυστική γοητεία επάνω μου. Τη θεωρούσα αποκρουστική, αλλά την έβρισκα εκατό φορές προτιμότερη από την ακαδημαϊκή μουσική της εποχής. Για μένα, η άγρια και πρωτόγονη ζωντάνια της ξεσήκωνε έναν υποχθόνιο κόσμο ενστίκτων και ανάδινε έναν απλοϊκό μα ειλικρινή αισθησιασμό. Στάθηκα για λίγο ακούγοντας τους διαπεραστικούς και διεγερτικούς τόνους της, οσμίστηκα τον αέρα της σάλας του κέντρου με κάποιο θυμό αλλά συνάμα και λαχτάρα. Το μισό μέρος της μουσικής, η μελωδία, ήταν όλο πομάδα και ζάχαρη και φτηνό συναισθηματισμό. Το άλλο μισό, ο ρυθμός ήταν άγριος, ρωμαλέος και γεμάτος ιδιοσυγκρασιακό πάθος. Και τα δύο όμως, μαζί έδεναν με τέχνη κι έφτιαχναν ένα αρμονικό σύνολο. Ήταν η μουσική της παρακμής. Παρόμοια μουσική θα πρέπει να υπήρχε στη Ρώμη κάτω από τους τελευταίους αυτοκράτορες. Σε σύγκριση με τον Μπαχ, τον Μότσαρτ και την αληθινή μουσική ήταν, φυσικά, μια ανούσια ιστορία, αλλά άλλο τόσο ανούσια ήταν κι όλη η τέχνη μας, όλη η διανόησή μας, όλος ο πρόχειρος πολιτισμός μας σε σύγκριση με τον αληθινό πολιτισμό. Τούτη δω η μουσική ήταν τουλάχιστον ειλικρινής, πρωτόγονη, χωρίς ντροπή και παιδιάστικα χαρούμενη. Υπάρχει σ’ αυτή κάτι από το νέγρο και κάτι από τον Αμερικάνο που, μ’ όλη του τη ζωντάνια, σ’ εμάς τους Ευρωπαίους φαίνεται παιδαριώδης και αναιδής. Θα γινόταν κι η Ευρώπη έτσι; Μήπως βρισκόταν κιόλας σ’ αυτό το δρόμο; Μήπως εμείς οι παλιοί γνώστες και θαυμαστές της Ευρώπης όπως ήταν παλιότερα, με τη γνήσια ποίηση και μουσική, δεν είμαστε τίποτα περισσότερο παρά μια αρτηριοσκληρωτική μειοψηφία γεμάτη νευρωτικά συμπλέγματα που το αύριο θα τη χλεύαζε και θα την ξεχνούσε; Μήπως όλα όσα αποκαλούσαμε πολιτισμό, πνεύμα, ψυχή, ό,τι θεωρούσαμε ιερό, δεν ήταν τίποτ’ άλλο παρά ένα πτώμα, ένα φάντασμα, που μόνο λίγοι ανόητοι σαν κι εμάς πιστεύαμε πως ζούσε ακόμα κι ήταν αληθινό; Μήπως εκείνο που εμείς οι φτωχοί τρελοί πιστεύαμε και νοιαζόμασταν δεν ήταν παρά ένα φάντασμα;
Η διάσταση σώματος και πνεύματος εμφανίζεται σε πολλά καλλιτεχνικά έργα της εποχής του Μεσοπολέμου. Ένα θέμα που κυριαρχεί στις συζητήσεις και φυσικά υπάρχουν διαφορετικές απόψεις. Παρένθεση: σώμα και πνεύμα, λέμε ότι είναι αιώνιο πρόβλημα. Σήμερα μας απασχολεί; Ερωτηματικό. Ή, όπως σε όλα τα θέματα, υπερισχύει η οικονομική πλευρά και για τις δύο περιπτώσεις και επομένως δεν υπάρχει λόγος να αντιμάχονται. Κλείνει η παρένθεση.
Στο μυθιστόρημα του Hermann Hesse «Νάρκισσος και Χρυσόστομος», όπως γράφει ο Λουίς Ραθιονέρο, «οι δύο ήρωες συμβολίζουν τους συμπληρωματικούς πόλους της ολοκληρωμένης ανθρώπινης προσωπικότητας: τον διανοούμενο και τον άνθρωπο των ενστίκτων. Ο Νάρκισσος ζει για να παρατηρεί και να καταλαβαίνει, ο Χρυσόστομος για να δρα και να νιώθει. Ο Hermann Hesse δείχνει ποιες συνέπειες έχει για τον καθένα τους ο τρόπος της ζωής του, προτιμώντας τον Χρυσόστομο που, τη στιγμή που πεθαίνει, δεν μένει πια στο κορμί του ούτε μια γραμμή χωρίς ζωή». Στόχος του συγγραφέα η εναρμόνιση των αντιθέτων, η αλλαγή των θέσεων. Το φως και σκοτάδι, ο έρωτας και ο θάνατος, καλό–κακό, ηθικό–ανήθικο, Θεός–Διάβολος, δίκαιο–άδικο, όμορφο–άσκημο.
Ίσως έτσι εξηγείται και η, αρχικά, αρνητική αναφορά του στην τζαζ της δεκαετίας του ’20. Είναι «Ο λύκος της στέπας» ο οποίος μιλάει και καταγγέλλει την τζαζ ως μουσική των ενστίκτων και όχι του πνεύματος, ως μουσική των σκοτεινών πόθων, ότι συνδυάζει την ανηθικότητα, τον αμερικανικό τρόπο ζωής (από τότε βγήκε το κακό όνομα!), ναρκωτικά, σεξ όλων των μορφών, νυχτερινή ζωή, μπαρ, ποτά, χορός. Έλα όμως που τα πράγματα αλλάζουν γιατί γίνεται η σταδιακή ανατροπή και τελικά η μεταμόρφωση. Ο Χάρυ Χάλερ γνωρίζει την Ερμίνα, η οποία τον απελευθερώνει από όλους αυτούς τους περιορισμούς που είχε επιβάλλει ο ίδιος στον εαυτό του. Στη συνέχεια έρχεται σε επαφή με τον σαξοφωνίστα Πάμπλο και την Μαρία. Εδώ πλέον απογειώνεται. Έρωτας και έκσταση. Το σώμα και η μουσική αναποδογυρίζουν τον άνθρωπο, το μέσα έξω. Επικρατεί η άλλη πλευρά της διπλής υπόστασης του Χάρυ Χάλερ. Ιδού λοιπόν το τέλειο ντούο: η τζαζ και ο έρωτας. Το τέλειο ντούο προσφέρει τη διέξοδο, ανοίγει την πόρτα στην άλλη πλευρά της ζωής. Επιτέλους η ίδια η ζωή τον καλεί γλυκά. Έρχεται η συμφιλίωση. Το ντούο της ανατροπής, η τρικλοποδιά στις συνήθειες. Παθαίνει υπερχείλιση τρυφερότητας.
Έρωτας και τζαζ στηρίζουν ένα άλλο μυθιστόρημα που αγαπήθηκε πολύ, τον «Αφρό των ημερών» του Boris Vian. Στον πρόλογο του συγγραφέα, τον Μάρτιο του 1946, διαβάζουμε: «Δύο πράγματα υπάρχουν μόνο: ο έρωτας, κάθε λογής, με όμορφες κοπέλες και η μουσική της Νέας Ορλεάνης ή του Ντιουκ Έλλινγκτον».
Μήπως υπάρχουν κάποιες αναλογίες με την αρχαία Ελλάδα, διότι, ως γνωστόν, οι γερμανοί διανοούμενοι έπαιζαν στα δάκτυλα την φιλοσοφία και μυθολογία των αρχαίων ημών προγόνων. Δηλαδή, μήπως ο σαξοφωνίστας της τζαζ Πάμπλο ταυτίζεται με τον Πάνα; Γιατί και στο βιβλίο του «Ταξίδι στην Ανατολή» (1932), ο Hermann Hesse αναφέρεται σε έναν μουσικό ονόματι Πάμπλο, ο οποίος ήταν «στολισμένος με τριαντάφυλλα» και έπαιζε ένα πνευστό, τον αυλό. Επίσης, η ελευθερίων ηθών Ερμίνα περιγράφεται ως καλλιεργημένη εταίρα. Πάντως οι δυο τους μυούν τον Χάρυ Χάλερ στην τέχνη της ζωής, τον ωθούν να διακόψει την αποχή της ηδονής, να εγκαταλείψει το δόγμα της στέρησης. Τέρμα ο μοναχισμός. Να ζήσει σ’ ένα κόσμο φαντασιώσεων υπό την επήρεια ναρκωτικών. Ψυχεδελικές οι σκηνές στο «Μαγικό θέατρο». Αυτές είναι που αγάπησαν και ονειρεύτηκαν εκατομμύρια νέοι της δεκαετίας του ’60. Ή μάλλον γοητεύτηκαν και από τις δύο περιπτώσεις. Και ο αρχικός «Λύκος της στέπας», ο οποίος απομακρύνεται από την χυδαιότητα και την υποκρισία της κοινωνίας και η μεταμορφωμένη του πλευρά που πέφτει με τα μούτρα στη ζωή και δοκιμάζει την ένταση σε όλες τις μορφές της, τις ανθρώπινες εμπειρίες στα όριά τους.
Υπάρχει και μια άλλη εξέλιξη. Πώς τελικά ο σαξοφωνίστας Πάμπλο αποκαλύπτεται δίδυμος αδελφός του Μότσαρτ; Εδώ μπορούμε να κάνουμε μια παρακινδυνευμένη υπόθεση. Γιατί όχι; Ο Hermann Hesse, χωρίς να το έχει συνειδητοποιήσει, είχε προβλέψει, κατά κάποιο τρόπο, το «Τρίτο ρεύμα» της δεκαετίας του ’50. Προέβλεψε δηλαδή τη δυνατότητα συνένωσης της τζαζ με την ευρωπαϊκή κλασική μουσική. Φυσικά ως κάτι θετικό, στο πνεύμα της συμφιλίωσης των αντιθέτων. Ο Hermann Hesse ήταν επόμενο να ανήκει στους λάτρεις της κλασικής μουσικής. Έχει γράψει μάλιστα ορισμένες σκέψεις για τη μουσική ως ακροατής και όχι ως ειδικός. Ένα παράδειγμα από το «Αναγνωστικό», εκδόσεις Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος, μετάφραση Μαρίας Χατζηγιάννη. Καταγράφει τις εντυπώσεις του καθώς βρίσκεται στην αίθουσα συναυλιών, γύρω στο 1915. «Το χάος παίρνει μορφή… γίνεται το θαύμα της Τέχνης, η επανάληψη της δημιουργίας του κόσμου». Συνεχίζει περιγράφοντας τα συναισθήματά του και δίνει έμφαση στην προσωπική του συμμετοχή. «Μερικοί ‘’ειδικοί’’ μουσικοί χαρακτηρίζουν λαθεμένο και μουσικό ερασιτεχνισμό το να βλέπει στη διάρκεια μιας μουσικής εκδήλωσης ο ακροατής εικόνες: τοπία, ανθρώπους, θάλασσες, ώρες της ημέρας, εποχές του χρόνου. Σε μένα που είμαι τόσο αδαής ώστε δεν μπορώ καν να αναγνωρίσω το μουσικό μέτρο ενός κομματιού, μου φαίνεται ότι το να βλέπει κανείς εικόνες είναι φυσικό και καλό, άλλωστε βρήκα να το εγκρίνουν και καλοί μουσικοί. Είναι αυτονόητο ότι στη σημερινή συναυλία δεν πρέπει οπωσδήποτε να είδε ο κάθε ακροατής αυτό που είδα εγώ: το μεγάλο κύμα, το βραχονήσι του μοναχικού ανθρώπου και όλα αυτά».
Λίγο πιο κάτω μας λέει τα εξής: «Πιστεύω ότι μερικές φορές ένας μη ειδικός στη μουσική κρίνει πιο σωστά και πιο καθαρά απ’ όσο ένας μουσικός. Υπάρχουν όχι λίγα κομμάτια που περνούν σε έναν μη ειδικό σαν ένα ευχάριστο αλλά ασήμαντο παιχνίδι που δεν του αφήνει καμιά μεγάλη εντύπωση, ενώ η τεχνική δομή ενός τέτοιου κομματιού γοητεύει τους μυημένους στη μουσική τέχνη. Έτσι αποτελούμε κι εμείς οι λογοτέχνες μερικά έργα της λογοτεχνίας, που για τον απλό αναγνώστη δεν έχουν καμιά μαγεία». Η τελευταία φράση στο κείμενο αυτό είναι: «Αχ, τι θα ήταν η ζωή μας χωρίς μουσική!». Μερικές φράσεις πριν, το επαναλαμβάνει: «Τι θα ήταν η ζωή μας χωρίς μουσική! Δε χρειάζεται καθόλου να είναι συναυλίες. Σε χίλιες περιπτώσεις αρκεί ένα άγγιγμα των πλήκτρων, ένα σφύριγμα, ένα τραγούδι, ένας υποτονθορισμός ή και μόνο η ανάμνηση αξέχαστων ρυθμών».
Παραλειπόμενα
Το γκρουπ Steppenwolf πήρε φυσικά την ονομασία του από το μυθιστόρημα του Hermann Hesse και μάλιστα την εποχή που το αγκάλιασαν οι νέοι ως μανιφέστο της γενιάς τους. Είναι γνωστό ότι η μεγάλη τους επιτυχία Born To Be Wild, από το πρώτο τους άλμπουμ το 1968, ακουγόταν στην κινηματογραφική ταινία Easy Rider (1969), ένα έργο περιπλάνησης και ελευθερίας το οποίο επηρέασε τις ιδέες και τα όνειρα των νέων στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Οι μουσικοί του γκρουπ Steppenwolf ξεκίνησαν ως Sparrow από τον Καναδά. Στον τόμο Rock Encyclopedia της Lillian Roxon διαβάζουμε ότι ο ήχος που συνδύαζε το ύφος της μπάντας ηλεκτρικού ροκ και της μουσικής soul των λευκών και ότι στα πρώτα τους άλμπουμ ήταν φανερή η σχέση τους με τον Chuck Berry και τα μπλουζ. Επίσης επαινεί την φωνή του βασικού μέλους John Kay.
Κινηματογραφική ταινία Steppenwolf, σκηνοθέτης ο Fred Haines,ΗΠΑ 1974, διάρκεια 105 λεπτά. Διασκευή του μυθιστορήματος του Hermann Hesse. O David Meeker στα βιβλία του Jazz in the Movies του 1974 και Jazz on the screen – A jazz and Blues Filmography του 2006 μας δίνει λίγα στοιχεία. Γράφει ότι πρόκειται για ένα εκκεντρικό φιλμ με πλούσια όμως απεικόνιση του θέματος. Την μουσική υπογράφει ο Ελβετός πιανίστας George Gruntz (ο οποίος πέθανε πριν μερικούς μήνες) και συμμετέχουν οι μουσικοί: Mike Zwerin,Charlie Mariano, Paul Rutherford, Tony Oxley, Mark Murphy κ.α.
Hermann Hesse: «…αποκρούω κάθε εξουσία και κάθε κατάκτηση εξουσίας με υλικά μέσα». (Προς Γ. Ένγκλερτ, 29-9-1933, στη συλλογή δοκιμίων «Η αγωνία ενός πολιτισμού», εκδόσεις Νεφέλη, μετάφραση Β.Χ. Παλιγγίνη)
«Στεκόμαστε πάνω στα ερείπια του δυτικού πολιτισμού μας πιθανόν ως μία από τις τελευταίες γενιές». (Προς Κ. Ντέτινγκερ, 1956, στη συλλογή «Η αγωνία ενός πολιτισμού»)
«Να βαδίζουμε με τα δικά μας πόδια αντί να προχωρούμε επάνω σε σιδηροτροχιές» (Από ποίημά του)
«Δε νιώσατε λοιπόν, ποτέ ότι απορρίπτω προγράμματα και προκατασκευασμένες απόψεις επειδή φτωχαίνουν και αποβλακώνουν τόσο απέραντα τον άνθρωπο;». (Απόσπασμα επιστολής)
Ο Hermann Hesse, γύρω στα πενήντα, μιλάει για τον εαυτό του ως ηλικιωμένο και ότι αισθάνεται τη ζωή του να πλησιάζει στο τέλος της. Του περνά και η σκέψη να αυτοκτονήσει. Ίσως, βέβαια, όλα αυτά να αποτελούν πρώτη ύλη για το μυθιστόρημά του, που σημαίνει ότι επεμβαίνει ο συγγραφέας και το περίφημο «λογοτεχνική άδεια» (δυστυχώς χωρίς υπογεγραμμένες). Σήμερα με τίποτα δεν αποκαλούμε κάποιον ηλικιωμένο στα πενήντα, ούτε άνδρα ούτε γυναίκα. Στα πενήντα του ένας άλλος πολύ σπουδαίος συγγραφέας, ο Χούλιο Κορτάσαρ, έγραψε το καλύτερό του λογοτεχνικό έργο, «Το κουτσό», και μάλιστα είχε δηλώσει το εξής: «Αν δεν έγραφα αυτό το βιβλίο εκείνη την εποχή, μάλλον θα έπεφτα στον Σηκουάνα».
Σε ένα σημείο στον «Λύκο της στέπας», Ο Χάρυ Χάλερ συνομιλεί με την Ερμίνα για τους αγίους και συμφωνούν ότι ίσως και ο φίλος τους Πάμπλο, ο σαξοφωνίστας της τζαζ, είναι ένας κρυφός άγιος. Πάλι έπεσε μέσα ο Hermann Hesse γιατί, πολλές δεκαετίες πριν αγιοποιηθεί ο John Coltrane, το είχε προβλέψει.
_________________________
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου